- κακοτάξιδος
- -η, -οτο πλοίο που κάνει κακό ταξίδι: Το πλοίο αυτό είναι κακοτάξιδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοτάξιδος — η, ο (κυρίως για πλοίο) αυτός που κάνει κακό ταξίδι, που επηρεάζεται από την τρικυμία, που κλυδωνίζεται πολύ από την τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ταξίδι (πρβλ. καλο τάξιδος)] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek